πλαδώ — άω, ΜΑ 1. (ιδίως για τη σάρκα) είμαι πλαδαρός, μαλακός, χαλαρός 2. σήπομαι, μουχλιάζω αρχ. 1. (αμτβ. τ. παρατ.) ἐπλάδα (κατά τον Ησύχ.) «κατέδευεν» 2. μτφ. (για τον νου) είμαι ή γίνομαι αδρανής, χαύνος, ναρκώνομαι διανοητικά 3. φρ. «πλαδᾱν τὸν… … Dictionary of Greek
πλάδῳ — πλάδος abundance of fluids masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλαδώ — ἐπιπλαδῶ, άω (Α) [πλαδώ] είμαι πλαδαρός στην επιφάνεια … Dictionary of Greek
πλάδη — ἡ, Α πλάδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλαδῶ] … Dictionary of Greek
πλάδησις — ήσεως, ἡ, Α [πλαδώ] (για το στομάχι) πλαδάρωση, χαλάρωση … Dictionary of Greek
πλάδωσις — ώσεως, ἡ, Α πλαδαρότητα, χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαδῶ/ άω με την κατάλ. τών ρ. σε όω/ ῶ] … Dictionary of Greek
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek
πλαδασμός — ὁ, Μ ύγρανση, σήψη, μούχλιασμα («πρὸς πλαδασμὸν καὶ σῆψιν ἀντίμαχοι», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαδῶ + κατάλ. ασμός τών ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek